- ἐρεβῶπις
- ἐρεβ-ῶπις, ιδος, ἡ,A gloomy-looking, Orph.L.544.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεβώπις — ἐρεβῶπις, ἡ (Α) αυτή που έχει όψη ερεβώδη, η σκυθρωπή, η κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + ωπις (< *ωψ «όψη, οφθαλμός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. βοώπις, γλαυκώπις)] … Dictionary of Greek
ἐρεβώπιδα — ἐρεβῶπις gloomy looking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)